- σεραπιάς
- -άδος, η, ΝΑ, και σαραπιάς Ανεοελλ.γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 10 περίπου είδηαρχ.το φυτό όρχις ο άρρην, κν. σήμερα γνωστό ως σερνικοβότανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σέραπις / Σάραπις «αιγυπτιακός θεός»].
Dictionary of Greek. 2013.